καταρτίων

καταρτίων
κατάρτιον
mast
neut gen pl
κατάρτιος
mast
fem gen pl
καταρτάω
hang up
pres part act masc nom sg (epic doric ionic)
καταρτάω
hang up
pres part act masc nom sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • σημαιοστολισμός — ο, Ν 1. (σχετικά με χώρο ή κτήρια) ανάρτηση, τοποθέτηση σημαιών («για την εθνική επέτειο θα γίνει επίσημος σημαιοστολισμός») 2. μτφ. διακόσμηση, καλλωπισμός 3. ναυτ. α) «μεγάλος σημαιοστολισμός» η πρόσδεση σημαιών και σημάτων σε συρματόσχοινα από …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ξαρμπούρισμα — το [ξαρμπουρίζω] ναυτ. η αφαίρεση τών ιστών, τών καταρτιών τού πλοίου, η αφίστωση …   Dictionary of Greek

  • πάλμα — (Palma). Επώνυμο 2 Ιταλών ζωγράφων. 1. Γιάκοπο, ο Πρεσβύτερος (Σερίνα, [Μπέργκαμο] περ. 1480 – Βενετία 1528). Εργάστηκε στη Βενετία στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. και επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής (Τζοβάνι Μπελίνι,… …   Dictionary of Greek

  • φλόκος — Ονομασία των τριγωνικών καταρτιών που βρίσκονται στον πρόβολο των καραβιών. Η λέξη είναι γαλλικής προέλευσης. Η ελληνική είναι αρτέμονας. Υπάρχουν και δύο άλλα είδη φ., η αρτεμονίδα και ο κόντρα φ. (πρόθοος). Οι φ. επινοήθηκαν το 1785 από τον… …   Dictionary of Greek

  • ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… …   Dictionary of Greek

  • ξάρτι — το 1. συνήθ. στον πληθ., ξάρτια τα σκοινιά των καταρτιών και το σύνολο των εξαρτημάτων του καταστρώματος πλοίου: Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω και πανάκι και ξάρτι δεν έχω (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαρμπούρισμα — το, ατος αφαίρεση των καταρτιών (άρμπουρων) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”